Οι 2 θίασοι της Κρήτης

Οι 2 θίασοι της Κρήτης

δρ. Χ. Κεχαγιάς, Tue, 23/08/2011 – 15:21 — Mediasoup | http://www.mediasoup.gr/node/40021

Λίγο η κρίση ηλικίας, λίγο η έμφυτη βαρεμάρα και η καχυποψία μου, τα τελευταία χρόνια δε με αφήνουν να πάω να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση, χωρίς να βυθιστώ σε απόλυτη ανία από τα πρώτα λεπτά, δίχως να γκρινιάξω σαν στραβόξυλο ή γέρος στριφνός, που καταριέται την ώρα και τη στιγμή που παρασύρθηκε από την ιδέα και ευχή ότι δήθεν «αυτή» η παράσταση θα είναι διαφορετική. Πλην ελαχίστων περιπτώσεων, το θέατρο έχει καταντήσει τα τελευταία χρόνια κάτι σαν την αγγαρεία του να παρακολουθείς το γάμο του καλύτερού σου φίλου, που πήγε κι έμπλεξε με την ξερακιανή του χωριού, που μπορεί να είναι σαν να την έχει ξεβράσει η θάλασσα, όμως εσύ είσαι υποχρεωμένος να ευχηθείς ‘βίον ανθόσπαρτον’ (…)

Αφού λοιπόν βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκα στο ενετικό θεατράκι του Ρεθύμνου να παρακολουθήσω –μαζί με άλλες εγχώριες celebrities- το «κλασικό αριστούργημα με τη μεταμοντέρνα ανάγνωση…» και τις λοιπές διαφημιστικές φανφάρες των περιπλανώμενων θιάσων που βγαίνουν απλά για την καθιερωμένη θερινή πανελλήνια αρπαχτή, αφού διαπίστωσα ότι είχα φάει από την κακία μου ό,τι junk food υπήρχε στο κυλικείο και σαν γκαστρωμένη κόρη ήθελα να φάω και τα σουβλάκια της καντίνας, μαζί με τον καντινιέρη…

…με την ‘ευγένεια’ κακιασμένου στριφνού αποικιοκράτη χειροκρότησα απρόθυμα τρεις φορές και έσπευσα να πνίξω τον πόνο μου σε ένα ποτήρι παλιού μπαρουτοκαπνισμένου κρητικού ουίσκι, παρέα με τον αέρα του λιμανιού, κάτω από τη Φορτέτζα. Το πρόγραμμα έλεγε μετά, βόλτα στα Χανιά και – για να είμαι ειλικρινής- δεν ήθελα άλλο από υψηλή τέχνη και κουλτούρα και μάλιστα 60 χλμ. μακριά σε στενή εθνική οδό. Είχα πάθει overdose σα να με είχαν δέσει στις κυλιόμενες σκάλες του Μπομπούρ να παρακολουθώ όλες τις περσόνες που σχολίαζαν τις νέες τάσεις του τάδε ή δείνα πρωτοποριακού καλλιτέχνη…

Στα Χανιά όμως κάτι άλλο συνέβη. Κόσμος χαρούμενος ανεβοκατέβαινε στην παλιά πόλη, όμορφα χρώματα, 3-4 εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, 1-2 παραστάσεις στην παραλία και ένας μοντέρνος περιπλανώμενος θίασος (ένας dj με την κονσόλα δεμένη πάνω σε ένα πρόχειρο κάρο, που το έσερναν νέοι) να παίζει από παλιό καλό hip hop μέχρι dubstep ανακατεμένο με funky pop! Με τα επιφωνήματα και την τρέλα που είχε αυτό το τσούρμο αναθάρρησαν κι οι πεθαμένοι. Να κάτι ωραίο, τρελό, εκεί πίσω από τις αλυσίδες του λιμανιού, μπροστά από την εκκλησία…

Επιστροφή στους πρόποδες του Βρύσινα, με το γεμάτο αυγουστιάτικο φεγγάρι να προμηνύει ίσως μάγισσες, αλλά σίγουρα φασαρίες, μπαλωθιές και την άγρια ομορφιά και τη γλύκα που μόνο η Κρήτη μπορεί να μοιράσει απλόχερα. Πρόπερσι, τέτοιο καιρό, γιορτάζανε κάτι βαφτίσια στο χωριό και από την πολλή ρακή και το γλεντοκόπι, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος πήγαν να πιαστούν στα χέρια.

Φεύγανε λοιπόν με βρισιές ο ένας μετά τον άλλο, κατηφορίζοντας ατσούμπαλα το πλακόστρωτο για να ανταλλάξουν ..βόλια λίγο παρακάτω στον αμαξωτό. Μιάμιση ώρα βαρούσαν μπαπα-μπούπα στον αέρα, στα δέντρα, στα πεζούλια, στα πουρνάρια, σε κάτι πινακίδες του δρόμου (εκείνες με το όριο ταχύτητας στα 40 χλμ. την ώρα παρακαλώ), τελικά ήταν τέτοιο το ζαβλάκωμα από το οινόπνευμα που δεν πέτυχε ο ένας τον άλλον. Το πιο σουρεάλ σκηνικό Άγριας Δύσης, που μόνο η Κρήτη μπορεί να προσφέρει, δεν τελείωσε εκεί, αλλά την άλλη μέρα, μεσημέρι σχεδόν, όταν τα δυο πρωτοπαλίκαρα εμφανίστηκαν παρέα στην κεντρική πλατεία του χωριού, να πιούνε καφέ μωρέ, ζωντανοί και οι δυο και μες στην καλή χαρά…

Φέτος, στο ίδιο μέρος είχανε κανονίσει, λέει, να έρθει όλος ο καλός κόσμος επίσημοι και μη, για να πανηγυρίσουνε γιατί ήταν ανήμερα της Παναγιάς. Πανηγύρι, σημαίνει ότι κανείς στο χωριό δεν κοιμάται πριν τις 5 το πρωί, ότι κανείς δεν θα έχει σερβιριστεί μέχρι τις 2, ότι σχεδόν οι μισοί θα έχουν παρεξηγηθεί με τους άλλους μισούς για το φαγητό που είναι κρύο, καθώς και ότι η οικογένεια που έχει παραγγείλει τον επόμενο χορό, μπορεί να έχει έρθει δεύτερη μετά από τους ‘ακατονόμαστους’ τους απέναντι, που πρόπερσι είχαν βάλει σημάδι το καλυμμαύκι του παπά, που η ξαδέρφη του είχε περιλούσει τη νύφη με κόκκινο κρασί, της οποίας ο παππούς είχε κλέψει τις αίγες από το γείτονα, του οποίου το γαμοπίλαφο είχε μέσα και κάλυκες από τις μπαλωθιές και… η ζωή, μαζί με τα ιπτάμενα πιρούνια που καρφώνονται στην τάβλα, συνεχίζεται.

Για μένα, το στριφνό και κακορίζικο γέροντα, αυτά τα πανηγύρια είναι το χειρότερο βασανιστήριο. Γιατί, μπορεί για 30-40 λεπτά να αντέχεται και η σούστα και ο καστρινός και ο εθιανός και ο απανωμερίτης, αλλά μετά το …γεροντικό νευρικό μου σύστημα θέλει να κάνει επειγόντως shut down και να κοιμηθεί κάπως μέχρι το πρωί της επιστροφής με το πλοίο στο τρελοκομείο της Αθήνας. Έλα όμως που η μουσική συνεχίζεται και δυναμώνει όσο περνάει η ώρα και διαπερνά και τα κλειστά παράθυρα; Και τότε τί κάνεις; Τσαμπουκά με 2.000 ξεσηκωμένους Κρητικούς που είναι στα καλύτερά τους ή θαλαμώνεις σα χταπόδι γύρω από το μαξιλάρι σου; Προσωπικά προτίμησα να επιστρατεύω όλο το θάρρος μου και να λουφάξω παλικαρίσια κάτω από το μαξιλάρι. «Ανάθεμα τις διακοπές…τελευταία μέρα…θα δεις από του χρόνου…δεν υπάρχει ένας χριστιανός να αρχίσει τις μπαλωθιές στην ορχήστρα;»

…και με τέτοιες καλόκαρδες ευχές η ώρα πήγε 5 και ο κόκορας λάλησε περήφανα μισή φορά από φόβο μη φάει κιαυτός καμιά αδέσποτη και …έγινε ξανά απότομα ησυχία! Υπάρχει και θεός στο Ρέθυμνο, ανήμερα της Παναγίας! Και μέσα σε λίγα λεπτά, όλα τα στενά ξαναγέμισαν αιφνίδια κόσμο και περπατησιές από βαριές μπότες και ποδοβολητά, γιατί είχαν πάει να φέρουν –λέει- το αρνί το αντικριστό, που το έψησαν οι ‘βάρβαροι’ κομμένο πάνω σε όρθιες σούβλες σε φωτιές αντικριστά, όχι σαν τους υπόλοιπους ‘βαρβάρους’ που το ψήνουν ολόκληρο το Πάσχα…

…Σε αυτή λοιπόν τη βαριά ησυχία του εωθινού, που μεταξύ ύπνου και ξύπνιου φανταζόμουν το αρνάκι σταυρωμένο σαν τον Ιησού Χριστό, να περιδιαβαίνει τις γειτονιές, σαν σε λιτανεία, ένας τραγουδιστής, μη επαγγελματίας, από εκείνους τους παλιούς, με τη γεμάτη περηφάνια, θυμό και αγάπη φωνή, άρχισε να τραγουδάει τα ριζίτικα. Τί θεϊκή μελωδία, τί ομορφιά ήταν αυτή! Που να βράσω το προηγούμενο πανηγύρι από τους επαγγελματίες με τις φολκλόρ αγριοφωνάρες, αυτός ο τύπος έμοιαζε σαν κορυφαίος Χορού αρχαϊκού, που από λάθος ακούστηκε μέσα από τον Ελαιώνα. Έλεγε ένα δίστιχο και ακολουθούσαν οι λοιποί θιασώτες σαν δυο ημιχόρια, να αρχίσουν τον αγώνα με τον Εξάρχοντα της κεντρικής πύλης. Όλο μαζί το τραγούδι σαν αυτούσιο Έπος μύρισε αληθινή Κρήτη, τόσο διαπεραστικά, σαν τη ρίγανη με το θυμάρι που θες δε θες είναι εκεί να σου πουν ότι ο αληθινός θίασος δεν είναι πια στα θέατρα και τις δημοτελείς παράτες, αλλά είναι περιπλανώμενος και αόρατος, μόλις σκάει η πρώτη ηλιαχτίδα της αυγής, τόσο αρχαίος και σύγχρονος μαζί, που ακούγεται σαν έπος, στάσιμο και καντάδα μαζί, Εκεί την ώρα που ξυπνά η αληθινή Κρήτη.

Ο Χρήστος Κεχαγιάς είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου (Πηγή φωτογραφίας: keratsini)

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s